ΤΟΥ ΜΑΛΕΒΟΥ ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Β ρίσκεται πάνω σε πλαγιά,
ειν’ όμορφο ωστόσο
του κάμπου χαίρεται μαζί
και του βουνού τη δρόσο
του ελατιού τη μυρωδιά
και της ελιάς το κλίμα
στους λόφους με τα ρέματα
το αμπελήσιο κλήμα.
Α σπρα τα σπίτια του πολλά
στον ήλιο καθρεπτίζουν
και τα δρομάκια τα στενά
καντάδες μας θυμίζουν,
τραγούδια του παλιού καιρού
π’οσο περνούν τα χρόνια
μένουν σαν όνειρα γλυκά
στου Κούλουρι τ’αλώνια.
Σ τα τσιμεντένια τα στενά
που σμίγουν τα μπαλκόνια
τώρα οι γέροι κι’οι γριές
μιλούν εις τα εγγόνια
για το ρολόϊ του χωριού
και την Αγια-Τριάδα
θυμούνται όμως τα παλιά
και νοιώθουν μια κρυάδα.
Α υτά που τώρα μοιάζουνε
σαν νάνε παραμύθια
κάποτε έζησαν κι’αυτά
και όλα είν’αλήθεια.
Άδειασαν δρόμοι κι’έκλεισαν
σπίτια που τώρα μόνα
με το βορριά παλεύουνε
στο κρύο του χειμώνα.
Ρ ημάδια άφησε πολλά
της ξενητειάς τ’αμάξι
πόσες μανούλες στα κρυφά
έχουν αναστενάξει…
και πόσες τώρα ξαναζούν
του χωρισμού το δράμα
που περιμένουν με καημό
της ξενητειάς το γράμμα.
Α κούραστοι βιοπαλαιστές
φιλόξενοι και πράοι
σήμερα είν’οι κάτοικοι
όλοι μικροί μεγάλοι
παρόν και μέλλον συζητούν
το παρελθόν τους λένε
χαίρονται όλοι στη χαρά
μα και στη λύπη κλαίνε.
Σ το διάβα μένουν του καιρού
ωραία, το σχολείο
οι εκκλησιές με τ’ουρανού
το άγιο και θείο
οι πράσινες λοφοσειρές
τα δροσερά κηπάκια
τα σπίτια νέα και παλιά
και τα στενά δρομάκια. |